υφορμος

υφορμος
    ὕφορμος
    ὕφ-ορμος
    ὅ = ὑφόρμισις См. υφορμισις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υφορμος" в других словарях:

  • ὕφορμος — anchorage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφορμος — ο / ὕφορμος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὕφορμος, ον, ΜΑ μικρός όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλημα πλοίων με μικρό μέγεθος μσν. αρχ. ως επίθ. α) ο κατάλληλος για προσόρμιση β) ο αγκυροβολημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὅρμος (ΙΙ). Ο τ. λειτουργεί ως… …   Dictionary of Greek

  • ὑφόρμισις — ὕφορμος anchorage fem nom sg ὑφόρμισις harbour fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφόρμοις — ὕφορμος anchorage masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφόρμους — ὕφορμος anchorage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφόρμων — ὕφορμος anchorage masc gen pl ὑ̱φόρμων , ὑφορμάω to be in motion under imperf ind act 3rd pl ὑ̱φόρμων , ὑφορμάω to be in motion under imperf ind act 1st sg ὑφορμάω to be in motion under imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑφορμάω to be in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕφορμοι — ὕφορμος anchorage masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕφορμον — ὕφορμος anchorage masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαγωγή — η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ [ὑπάγω] η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή τής υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.) μσν. αρχ. (κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῑς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»